- τριήμερος
- [триимэрос] εκ. трёхдневный,
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
τριήμερος — living for three days masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριήμερος — η, ο / τριήμερος, ον, ΝΜΑ, και τρισήμερος, ον, Α 1. αυτός που έχει ηλικία τριών ημερών («τριήμερο βρέφος») 2. αυτός που διαρκεί τρεις ημέρες (α. «τριήμερη αποβολή από το σχολείο» β. «τῇ τριημέρῳ αὐτοῡ ἐγέρσει», Κ. Πορφ.) 3. το ουδ. ως ουσ. το… … Dictionary of Greek
τριήμερος — η, ο 1. αυτός που διαρκεί τρεις ημέρες: Τριήμερος πυρετός. 2. αυτός που έχει ηλικία τριών ημερών: Τριήμερο βρέφος. 3. αυτός που συμβαίνει την τρίτη ημέρα: Τριήμερη ανάσταση. 4. το ουδ. ως ουσ., τριήμερο χρονικό διάστημα τριών ημερών, τριημερία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τριημέρως — τριήμερος living for three days adverbial τριήμερος living for three days masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριήμερον — τριήμερος living for three days masc/fem acc sg τριήμερος living for three days neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριημέροιν — τριήμερος living for three days masc/fem/neut gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριημέροις — τριήμερος living for three days masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριημέρου — τριήμερος living for three days masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριημέρους — τριήμερος living for three days masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριημέρῳ — τριήμερος living for three days masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριήμεροι — τριήμερος living for three days masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)